συνωρίδα

συνωρίδα
συνωρίς
pair of horses
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνωρίδα — η / συνωρίς, ίδος, ΝΜΑ, και ξυνωρίδα Ν, και αττ. τ. ξυ νωρίς Α 1. ζευγάρι αλόγων ζεμένων στο ίδιο όχημα 2. (κατ επέκτ.) κάθε ζεύγος («τέκνων ἀποσπάσας μου τὴν μόνην ξυνωρίδα», Σοφ.) 3. (στην αρχ.) άρμα που έσυραν δύο άλογα νεοελλ. (συν. με… …   Dictionary of Greek

  • συνωρικεύομαι — και αττ. τ. ξυνωρικεύομαι Α οδηγώ συνωρίδα ή επιβαίνω σε συνωρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνωρίς, ίδος μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *συνωρικός] …   Dictionary of Greek

  • συνωριστής — ὁ, Α [συνωρίζω] 1. αυτός που οδηγεί συνωρίδα 2. (για ζώα) αυτός που έλκει συνωρίδα («ἡμίονοι συνωρισταί», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • ξυνωρίδα — η (Α ξυνωρίς, ίδος) βλ. συνωρίδα …   Dictionary of Greek

  • συνωριαστής — ὁ, Α αυτός που οδηγεί συνωρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνωρίς, ίδος + κατάλ. ιαστής μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *συνωριάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”